-
1 πεπόνι
[пэпони] ουσ. о. дыня,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεπόνι
-
2 дыня
-
3 дыня
1. (растение) πέπων ο κοινόςразг. η πεπονιά2. (плод) το πεπόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дыня
-
4 дыня
дыняж τό πεπόνι, ὁ πέπων. -
5 кусок
кус||окм в разн. знач. τό κομμάτι / ἡ φέτα (отрезанный ножом):\кусок хлеба ἕνα κομμάτι (или μιά φέτα) ψωμί· два \кусокка дыни δυό φέτες πεπόνι· \кусок мыла Ενα κομμάτι σαπούνι· \кусок земли ἕνα κομμάτι γῆς· \кусок мяса ἕνα κομμάτι κρέας· разбить на \кусокки́ κομματιάζω· ◊ зарабатывать свой \кусок хлеба κερδίζω τόν ἐπιούσιον ἄρτον, βγάζω τό ψωμί μου· лакомый \кусок ὁ καλός μεζές, τό καλό κομμάτι· \кусок мне в горло не идет δέν μπορώ νά βάλω στό στόμα μου τίποτε. -
6 навырез
навырезнареч μέ δοκιμή, μέ τό μαχαίρι:купить арбу́з (дыню) \навырез ἀγοράζω καρπούζι (πεπόνι) μέ τό μαχαίρι. -
7 дыня
[ντύνγια] ουσ. θ. πεπόνι -
8 дыня
[ντύνγια] ουσ θ πεπόνι -
9 дыня
-и θ.1. πεπονιά.2. πεπόνι. -
10 разрезать
разре/ зать 1-режу, -режешьρ.σ.μ.1. κόβω, τέμνω• τεμαχίζω•разрезать хлеб на куски κόβω το ψωμί κομματάκια•
разрезать дыню κόβω (τεμαχίζω) το πεπόνι•
разрезать ножницами сукно κόβω με το ψαλίδι την τσόχα.
2. ανοίγω, σχίζω•разрезать опухоль ανοίγω τον όγκο (πρήξιμο) με το νυστέρι.• живот σχίζω την κοιλιά (με το νυστέρι).
|| μτφ. σχίζω τα νερά (για σκάφος). || διαχωρίζω κόβοντας•разрезать страницы книги κόβω τις σε-λιόες του βιβλίου.
3. μτφ. κάνω ρήγμα• αποκόπτω•разрезать неприятельский отряд αποκόπτω εχθρικό τμήμα.
разреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. разрезать(ся).разре/ заться 3-режетсяρ.σ. διατέμνομαι.
См. также в других словарях:
πεπόνι — το βοτ. ο καρπός τής πεπονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν ιον, υποκορ. τού αρχ. πέπων, ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»] … Dictionary of Greek
πεπόνι — το χυμώδης καλοκαιρινός καρπός του φυτού πεπονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέπονι — πέπων cooked by the sun dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος … Dictionary of Greek
μοσχοπέπονο — το ο καρπός τής μοσχοπεπονιάς, εύοσμο πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. musk melon < αγγλ. musk (< μσν. αγγλ. muske < μσν. γαλλ. musc < υστερολατ. muscus < μόσχος[ΙΙ]) + melon: «πεπόνι»] … Dictionary of Greek
πεπονοειδής — ές ο όμοιος με το πεπόνι, ιδίως ως προς το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόνι + ειδής*] … Dictionary of Greek
σικυοπέπων — ονος, ὁ, Α το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, ονος «πεπόνι»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek
καβούνι — και καούνι ή καόνι, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavun] … Dictionary of Greek
καούνι — και καβούνι, το το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavun] … Dictionary of Greek